- οκιμβάζω
- ὀκιμβάζω (Α)(κατά τον Ησύχ.) βλ. σκιμβάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀκιμβάζειν — ὀκιμβάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκίμβαζεν — ὀκιμβάζω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιμβάζω — και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός*. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω] … Dictionary of Greek